γράφει ο Παν. Μίγκος
Αργά εψές τη νύχτα, μετά το μεσονύχτι, είχα έντονη λογομαχία με τον Μορφέα και τους βοηθούς του, τους Ονείρους και βγήκα στην ξεχυτή να καθαροαναπνεύσω.
Γλυκιά μα ψυχρή η βραδιά τ’ Απρίλη και εγώ χωμένος μέσα στο μάτι του κουπάτου παπαγάλου, κοιτάζοντας που και που ψηλά το βρήκα, μου πήρε λίγο χρόνο γιατί άλλαξε θέση, αλλά το βρηκα…και του μίλησα πάλι απόψε. Τα είπαμε με εκείνο τα αστέρι που ανάμεσα στα αλλά λάμπει πιο πολύ…είναι το δικό μου αστέρι αυτό που τα λέμε κάθε που το νιώθω. Το φως του όμως τωρα ηταν θαμπό, λιγοστό, μελαγχολικό και απέπνεε θλίψη και παράπονο. Κάτι το ενοχλεί σκέφτηκα. Τ’ αστέρια όταν μας βλέπουν σε ηρεμία να χαμογελάμε, λάμπουν και εκείνα από χαρά.
Μα τώρα δεν είμαστε έτσι, φόβος και στεναχώρια στη γη της άνοιξης σαν κάτι να εμποδίζει την ανάσα.
Χαράζει δειλά και σιγανά στον Αττικό ουρανό. Η αχλύς της αυγής πλησίαζει σπέρνωντας κάποιες μικρές δροσοσταλίδες τριγύρω μου χαρίζοντας μου μια ανεξήγητη μελαγχολία, που κατέκλυσε την ψυχή μου… να όμως, σαν να φάνηκε και ο χθεσινός Αποσπερίτης μα τωρα το χάραμα Αυγερινό τον λέμε.
Τώρα πρέπει να φύγω σκέφτηκα…ξημερώνει …έρχονται οι άλλοι. Αυτή την περίεργη εποχή, πάντα φεύγω όταν έρχονται οι άλλοι και γρηγορώ. Μπήκα μέσα κι έκλεισα διστακτικά την πόρτα.
Τούτα τα ηλιοχαράματα είναι αλλιώτικα πολύ… πόσο με κούρασε αυτή η έλλογη ελευθερία.
Πρέπει όμως να βρω την ρωγμή. Υπάρχει μια ρωγμή στα πάντα… πρέπει να την βρω.
Στο κάτω κάτω Άνοιξη έχουμε και Πασχαλιά.