Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο
Αρχική » το κασετόφωνο του Βύρων 1….

το κασετόφωνο του Βύρων 1….

γράφει ο Αλεξανδρος Κασίμης
Αντιτορπιλικό ΒΕΛΟΣ
1977
Ήμουν μόνο 17 χρονών, Δόκιμος Κελευστής Μηχανικός, πλήρωμα στο Αντιτορπιλικό Βέλος D-16. Είχε έρθει η μέρα, η στιγμή να πληρωθώ, να κρατήσω στα χέρια μου τον πρώτο μου μισθό. Ένοιωθα παράξενα, άβολα αλλά και μια κρυφή αντρική περηφάνεια που θα πληρωνόμουν. Ακόμα τα χέρια μου ήταν λερωμένα από τα μαζούτ και από τα λάδια, που όσο και να τα έτριβα, δεν έφευγε αυτή η μάκα που είχε εισχωρήσει μέσα στο δέρμα μου. Με όση ζάχαρη, με λάδι και Ava και αν τα έτριβα, δεν καθάριζαν. Αλλά κατά βάθος, πιστέψτε με, μου άρεσε που είχα αγριεμένα χέρια μηχανικού! Ένα δεκαεφτάχρονο παιδί όπως ήμουν τότε, ένιωθα πιο άντρας με τα χέρια βρώμικα και τη λερωμένη φόρμα.
Στάθηκα στο τέλος μιας τεράστιας ουράς από άλλους συνάδελφους με μεγαλύτερο βαθμό για να πληρωθώ και γω, όταν θα έρχονταν η σειρά μου. Συνήθως ήμουν ο τελευταίος γιατί είχα τον μικρότερο βαθμό. Όταν ήρθε επιτέλους η σειρά μου, ο ναυτικός-ταμίας του πλοίου, μου ζήτησε να υπογράψω και μου έδωσε το μακρόστενο φάκελο με τον πρώτο μου μισθό. Το άνοιξα ενθουσιασμένος και έπιασα στα χέρια μου τα κολλαριστά πεντοχίλιαρα. Ήταν γεμάτος κρατήσεις για … σπασμένα πιάτα –σκεύη, για έρανο του Ερυθρού Σταυρού, για έρανο για τους καρκινοπαθείς, για δώρα αξιωματικών-κυβερνήτου που είχαν προαχθεί ή είχαν πάρει μετάθεση, εθιμοτυπίες, για αγορές που είχαν γίνει από την καντίνα του πλοίου, ενίσχυση για ναύτες από φτωχές οικογένειες και τέλος για το συσσίτιο. Τα χρήματα που έμεναν τελικά μέσα στο φάκελο ήταν λίγα. Αυτά τα πρώτα μου χρήματα με έκαναν να νιώσω άντρας ανεξάρτητος, δυνατός. Τρεις χιλιάδες εφτακόσιες δραχμές ήταν το φοβερό ποσόν τότε. Από αυτά, τα εξακόσια πενήντα θα πήγαιναν για το ενοίκιο μιας καμαρούλας που κρατούσα εκεί στο Αιγάλεω, με κοινή τουαλέτα και ντουζ και λάστιχο στην αυλή του σπιτιού. Μια καμαρούλα ήταν που είχε μια ντουλάπα, ένα τραπέζι με μια σπασμένη καρέκλα, και ένα μόνο κρεβάτι με στραβωμένες λειψές σανίδες. Είτε στα πλακάκια έπεφτες, είτε στο στρώμα του κρεβατιού, το ίδιο ήταν.
Χαρούμενος βγήκα από το πλοίο και με το πράσινο λεωφορείο έφθασα στον Πειραιά. Εκεί στη στάση του Αγίου Σπυρίδωνα κατέβηκα. Είχα σκεφτεί να αγοράσω ένα ραδιοκασετόφωνο να το έχω παρέα να μου κρατάει συντροφιά, να ακούω λίγο μουσική εκεί στο κρύο, ψυχρό, μοναχικό δωμάτιο μου. Εκεί στην ακτή Μιαούλη, μπήκα στο πρώτο κατάστημα με ηλεκτρικές συσκευές που βρήκα μπροστά μου.
«Ένα ραδιοκασετόφωνο θέλω να αγοράσω», είπα στον μαγαζάτορα.
«Έχω!» μου λέει «μόλις τώρα ήρθε από την Κίνα ολοκαίνουργιο, μάρκα Lucky (λάκι). Ο λόγος που το διάλεξα ανάμεσα σε όλα τα άλλα ήταν πιο πολύ ότι μου θύμιζε το όνομα της μητέρας μου, Λουκίας… Μου το άνοιξε μπροστά μου από το κουτί και το έβαλε να παίξει. Μου έδειξε όλες τις λειτουργείες του FM, μεσαία κλπ και αφού πλήρωσα 2500 δραχμές, έφυγα να πάω να αγοράσω την πρώτη κασέτα με τραγούδια για να έχω να ακούω. Μπήκα σε ένα δισκάδικο (υπάρχει ακόμη εκεί στην γωνιά στο πύργο του Πειραιά) και του ζήτησα μια κασέτα με τραγούδια, τα πιο ωραία της εποχής που κυκλοφορούσαν τότε. Ηλικιωμένος ο ιδιοκτήτης κοντά στα 75 του, τι μου δίνει να αγοράσω; Την κασέτα του Παναγιώτη Μιχαλόπουλου με τραγούδια όπως «Έβαλε ο διαβολάκος την ουρά του πάλι». Πιο βαρύ ρεμπέτικο λαϊκό ύφος μουσικής δεν θα υπήρχε να ακούσει ένα παιδί τόσο μικρό. Εκατό δραχμές του έδωσα και έφυγα για το σπίτι να βάλω το ραδιοκασετόφωνο να παίζει. Όλο το βράδυ έπαιζε αυτή η κασέτα μου κρατούσε συντροφιά όλη τη νύχτα.
Την άλλη μέρα πήγα στο πλοίο με χαρά και περίμενα να ‘ρθει το μεσημέρι να βάλω το ραδιοκασετόφωνο να παίζει στο σπίτι μου, στην καμαρούλα μου. Επιτέλους, είχα κάτι να ακούω, κάποιον …να μιλάει και έτσι μου έφευγε η μοναξιά και ο φόβος εκεί στο κρύο, ψυχρό, μικρό δωμάτιο που έμοιαζε με κελί.
Μετράω τα χρήματα που μου είχαν μείνει από τις αγορές που είχα κάνει και είχα μόνο πενήντα δραχμές. Βγήκα έξω, έφαγα σε ένα φτωχικό εστιατόριο στην Ιερά Οδό, το «Ήπειρος» για τελευταία φορά και την άλλη μέρα με το ραδιόφωνο σε μια σακούλα πήγα στο πλοίο και έμεινα μέσα μέχρι να πληρωθώ ξανά. Ξαναβγήκα δηλαδή έξω μετά από 28 ημέρες! Δεν είχα μία, είχα όμως το ραδιοκασετόφωνο μου και δεν με ένοιαζε τίποτα άλλο. Το έπαιρνα μέσα στο πλοίο παντού, στην τραπεζαρία, σε γλέντια με τους συναδέλφους μου, στην πρύμνη του πλοίου να ακούσουμε όλο το πλήρωμα τον αγώνα Παναθηναϊκού- Ολυμπιακού. Το είχα για έντεκα χρόνια στο πρωραίο λεβητοστάσιο με σύρμα κεραίας από κάποιο καλώδιο που η μία του άκρη ήταν πάνω στο κατάστρωμα, δεμένη στην τσιμινιέρα και η άλλη άκρη στο λεβητοστάσιο στην κεραία του ραδιοφώνου. Με βοήθησαν γι αυτό οι ηλεκτρολόγοι του πλοίου που μου έφεραν καλώδιο για να γίνει κεραία. Ήταν αμέτρητες οι ώρες που μας κράτησε συντροφιά σπάζοντας τον θόρυβο των ανεμιστήρων, εξαεριστήρων και μηχανήματων. Αυτό το ραδιοκασετόφωνο έφθασε σε κάθε χώρο και διαμέρισμα του πλοίου κάθε φορά που το ήθελε κάποιος από το πλήρωμα για να κάνει μια γιορτή, κάποια γενέθλια ή ακόμη και ναύτες που έπαιρναν το απολυτήριο μετά από 32 μήνες υπηρεσίας και είχαν φέρει ένα μπουκάλι ουίσκι να το πιούμε όλοι μαζί σε μια γωνιά κάτω στο λεβητοστάσιο. Το ραδιοκασετόφωνο επέζησε από πολλά μποφόρια, αφού αμέτρητες φορές είχε πέσει κάτω στα πανιόλα του μηχανοστασίου έπεσε πάνω του καυτό ζεστό μαζούτ 180 °C θερμοκρασία μετά από διαρροή καυστήρα και αφού πότισε μέσα του το μαζούτ, αυτό συνέχισε να παίζει Μιχαλόπουλο.
Σε κάποιο μεγάλο μπότζι του πλοίου, έπεσε και βρέθηκε στις σεντίνες μέσα στα λάδια και στα μαζούτ. Το βγάλαμε, το σκουπίσαμε με ένα στουπί, το βάλαμε σε έναν ανεμιστήρα που έφερνε αέρα να στεγνώσει, κρεμασμένο με ένα καραβόσκοινο για 6 ώρες και μετά αυτό συνέχισε να παίζει. Οι ηλεκτρολόγοι έφεραν μια ηλεκτρική σόμπα να το ζεστάνουν, να φύγει η υγρασία που είχε ποτίσει μέσα. Του έριξαν και «ηλεκτροκλίν» αν θυμάμαι καλά, σκέτη γενική απολύμανση! Όλοι στο καράβι το αγαπούσαν και μαζί και μένα! Ένα βράδυ με πανσέληνο του Αυγούστου είχαμε μαζευτεί κάποιοι από το πλήρωμα του πλοίου και ακούγαμε τραγούδια από το ραδιοφωνάκι μου χαλαρώνοντας. Ξαφνικά κάποιος από την κλίμακα του πλοίου που είχε βάρδια φώναξε: «Φύγετε όλοι! Έρχεται εφοδεία από το Αρχηγείο Στόλου στο πλοίο μας.
Μέσα σε δευτερόλεπτα είχαν εξαφανιστεί όλοι. Κάποιος ναύτης στραβόγιαννος, είχε αρπάξει το ραδιοκασετόφωνο και το πήρε μαζί του να το κρύψει. Όταν έφυγε από το πλοίο ο αξιωματικός που έκανε τον έλεγχο, αναζητήσαμε τον ναύτη με το κασετόφωνο. Βρήκαμε τον ναύτη αλλά όχι και το κασετόφωνο. Επειδή ήτανε καινούργιος και δεν ήξερε καλά το πλοίο, δε μπορούσε να θυμηθεί να μας πει σε ποιο σημείο το είχε κρύψει. Πήρε αρκετή ώρα μέχρι να θυμηθεί τελικά που το είχε βάλει. Από τότε, κάθε φορά που μαζευόμασταν εκεί για λίγες στιγμές ξεκούρασης, ο τελευταίος που έμενε, το έπαιρνε μαζί του και το φύλαγε. Έτσι, όλα αυτά τα χρόνια ποτέ δεν ξαναχάθηκε, ούτε έπαθε κάποια φθορά ή βλάβη και όλοι το πρόσεχαν σαν τα μάτια τους, σαν να ήταν δικό τους. Ήταν για όλους η φορητή μας ψυχαγωγία …
Σήμερα, μετά από πενήντα χρόνια σχεδόν, σε μια μετακόμιση στο σπίτι, το βρήκα φυλαγμένο που το είχα στην σοφίτα μου. Το κατέβασα κάτω το έβαλα στο γραφείο μου, το άγγιξα, το μύρισα…Το κράτησα στα χέρια μου και συγκινήθηκα για τις στιγμές, τις μέρες, τα χρόνια που πέρασα μαζί του και ποτέ δεν με πρόδωσε και άρχισε να παίζει ξανά, όπως τότε που το πρωτοαγόρασα με τον πρώτο μου μισθό μου το 1977. Έκλεισα τα μάτια και άφησα το μυαλό μου και την ψυχή μου να ξεκλειδώσει τις σκέψεις μου και να με ταξιδέψει στο παρελθόν μου. Δυο δάκρυα ένιωσα να κυλούν από τα μάτια μου.
«Μπαμπά, γιατί κλαις;» με ρώτησαν οι δίδυμες 20χρονες κόρες μου. Κάθισα και τους εξήγησα τι συναισθηματική αξία έχει αυτό το κασετοφωνάκι για μένα, να το ξαναβλέπω μετά από πενήντα χρόνια. Έσκυψαν και με αγκάλιασαν με μελαγχολία και αυτές και από τότε όταν έρχονται στο σπίτι με ρωτάνε αν μπορούνε να ακούσουνε μουσική από το δικό μου ραδιόφωνο και χαμογελάμε όλοι μαζί. Αυτό το κάνουν για να νιώσω όμορφα και πάλι. Γιατί αυτό το ραδιοκασετόφωνο ήταν και είναι ακόμη συνδεδεμένο με την ζωή μου και είναι κομμάτι από αυτήν. Για τα υπόλοιπα χρόνια όσο θα ζω και θα υπάρχω θα βρίσκεται στην πιο ωραία θέση στο γραφείου μου. Θα το έχω εκεί να μου θυμίζει όλα όσα περάσαμε μαζί γιατί μόνο εμείς ξέρουμε τι σημαίνει να είσαι δεκαεφτάχρονο παιδί, μόνος σε μια κρύα καμαρούλα και να μην έχεις κανέναν να μιλήσεις και αυτό το ραδιοφωνάκι να σου κρατάει πάντα παρέα. Ήταν εκεί μαζί μου για πολλές δεκαετίες μέσα στο αντιτορπιλικό ΒΕΛΟΣ, κάτω στα λεβητοστάσια, μέσα στην ζέστη, στο μαζούτ και τα λάδια. Και το πιο βασικό: ήταν η πρώτη μου αγορά από τον πρώτο μου μισθό στο πλοίο, τότε που για πρώτη φορά ένιωσα άντρας ανεξάρτητος, αυτόνομος και δυνατός!
Πειραιάς, 20 Δεκεμβριου 1977
Αντιπλοίαρχος(Ε) εα  Αλεξ. Κασίμης ΠΝ