Μεταπηδήστε στο περιεχόμενο
Αρχική » Ώ απέραντη νοσταλγία…..

Ώ απέραντη νοσταλγία…..

γράφει ο Τάκης Ψαθής

Το ηλιοβασίλεμα στον κοντινό Πέλεκα και στην Γλυφάδα, πάντα ήταν το αγαπημένο μου χρώμα. Το βλέμμα μου γίνεται ένα με τον ζωγράφο στον καμβά του ουρανού όταν γράφω στην κάμερα μου αυτόν τον ευλογημένο ορίζοντα.
Και το απόβραδο σαν γυρνάς τον περίπατο απ’ την αλάνα του πανήγυρου στα Χυτηρέϊκα και στο γεφυρένιο πέρασμα που σε οδηγεί στα Μουρσιά, η μικρή βουλή στην μικρή πλατεία όσο βαστάει ο ήλιος, γιατί σαν βγει ο Αποσπερίτης και πιάσει το απόβραδο γιομίζει ζωή μέχρι τα βαθιά μεσάνυχτα η πιτσιρικάδα που σουλατσάρει πάνω κάτω και πειράζει ότι βρει μπροστά της.
Θες να συνεχίσεις τον κατήφορο να περάσεις απ’ το πεζούλι του Γιάγκου στη Παναγίτσα όπου θα ακούσεις την πιο γλυκιά καλησπέρα από όλες τις γερόντισσες που σε καλωσορίζουν χορωδιακά με μια φωνή… Καλώς τα μάτια. Και χαίρεσαι και αγαλλιάζει η ψυχή σου, καλώς σας ευρήκαμε να είσθε καλά. Περνάς απ΄ το παλιό σχολιό βγαίνοντας στα Περνήλια, τραβάς σιγά την κατηφόρα μέχρι το γιοφύρι στην άκρη του χωριού και επιστροφή στου Μεσαρίτη, εκεί στην βορεινή την άκρη.
Βραδιάζει, δόξα τω Θεώ, θα πέσω να ξεκουραστώ.
Λίγο όμως να καθίσω στην ξεχυτή να προλάβω να στοχαστώ στη σιγαλιά της νυχτιάς. Στην απέναντι βουνοκορφή στ΄ αριστερά, απλώνονται οι Βαρυπατάδες με το καμπαναριό της Αγιά Παρασκευής να ακουμπάει τον αχνό ορίζοντα.
Κάπου εκεί βαθιά στο απέναντι δάσος στις Καλαφατιώνες, εκεί που η ξαστεριά στα τελειώματα τ’ Αλωνάρη λούζει με το φως της τα δέντρα και το κατακαλοκαιρινό αεράκι θροΐζει τα φύλλα, ακούγεται κάτι σαν κλάμα να σκίζει την ηρεμία της νύχτας.
Κάπου ανάμεσα στα φύλλα, μέσα στη σκοτεινιά παραμονεύουν δυο γυαλιστερά μάτια που παρακολουθούν τα πάντα και που λαλούν σε μια απέλπιδα προσπάθεια να εισακουστεί το κλάμα τους.
“” Γιων… Γιων… “”
Εκεί στα σκοτάδια και στη βαθιά σιωπή, κλαρώνει αυτός ο απόκοσμος νυχτοπερπατητής… ο γκιώνης.
Το δάσος έχει λαλιά σκέφτομαι…
Σε τούτη την δύσκολη και απρόβλεπτη εποχή υπάρχουν κι αυτές οι περίεργες ώρες και στιγμές που αναπολείς και θέλεις να τα μαζέψεις όλα και να γυρίσεις στον ευλογημένο τόπο, αλλά δυστυχώς δεν μπορείς.
Όταν είσαι εκεί όμως, αναπνέεις όσο περισσότερο αέρα μπορείς για να το χορτάσεις κι έπειτα φεύγεις ξανά.
Βραδιάζει, δόξα τω Θεώ, θα πέσω να ξεκουραστώ…
Καλό ξημέρωμα.